- κοτινοτραγος
- κοτινοτράγοςκοτῐνο-τράγος2(ᾰ) поедающий плоды дикой маслины (sc. ὄρνιθες Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοτινοτράγος — κοτινοτράγος, ον (Α) αυτός που τρώγει τον καρπό τού κοτίνου, τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + τράγος] … Dictionary of Greek
κοτινοτράγα — κοτινοτράγος eating wild olive berries neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)